- καιρός
- καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe O. 13.48
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time P. 8.7ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.78
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) Pae. 2.34 c. gen., opportunity, due season, chance for,ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.54
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) N. 1.18Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, (Χεῖρα)τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις I. 2.22
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) O. 8.24τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4b = τὰ καίρια, things timelyκαιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.